- φθορικός
- φθορ-ικός, ή, όν,A destructive, c. gen., Horap.2.79 (φθορόοικον ed. Pauw, φθορικὸν cod.Vat. ap.Bast.Ep.Crit.p.83).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φθορικός — ή, όν, Α [φθορά ή φθόρος] ολέθριος, καταστρεπτικός … Dictionary of Greek
φθορικόν — φθορικός destructive masc acc sg φθορικός destructive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματοφθορικός — ή, όν, Α αυτός που φθείρει, που καταστρέφει τα χρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρῆμα, χρήματος + φθορικός (< φθορος < φθείρω)] … Dictionary of Greek
ИОАНН КУКУЗЕЛЬ — [Пападопул; греч. ᾿Ιωάννης Κουκουζέλης Παπαδόπουλος, ὁ μαΐστωρ] († до 1341), прп. (пам. греч. 1 окт.; во 2 ю Неделю по Пятидесятнице в Соборе Афонских преподобных), маистор (руководитель придворного хора), мон. Великой Лавры на Афоне, визант.… … Православная энциклопедия